- υμνοτόκος
- -ον, Ααυτός που γεννά, που παράγει ύμνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ὀμβρο-τόκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑμνοτόκων — ὑμνοτόκος producing hymns masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)